- ἀναδικία
- ἀναδικίᾱ , ἀναδικίαrenewal of an actionfem nom/voc/acc dualἀναδικίᾱ , ἀναδικίαrenewal of an actionfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναδικία — ἀναδικία, η (Α) [ανάδικος] επανάληψη, ανανέωση της δίκης … Dictionary of Greek
ανάδικος — ἀνάδικος, ον (Α) 1. αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται 2. φρ. «ψῆφον ἀνάδικον καθίστημι», αναιρώ προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δικος < δίκη. ΠΑΡ. αρχ. ἀναδικία] … Dictionary of Greek